- μαραβίλια
- ηναυτ. όργανο για την ανύψωση βαρών, ο επάρτης, ο ενθέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενθέτης — ο [εντίθημι] 1. αυτός που τοποθετεί κάτι μέσα σε άλλο 2. ναυτ. είδος διπλού ανυψωτικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση στο πλοίο ή την εκφόρτωση μικρών βαρών, και κυρίως βυτίων νερού ή σάκων, κν. μαραβίλια … Dictionary of Greek